Σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι μόναζε μαζί μέ την ηγουμένη καί η ανιψιά της, πού ήταν πανέμορφη σωματικά καί άμεμπτη ψυχικά. Όλες οι αδελφές τη
θαύμαζαν καί παραδειγματίζονταν από την αγγελική αγνότητά της αλλά καί τη σπάνια μετριοφροσύνη της. Όταν κοιμήθηκε, την κήδεψαν μέ μεγαλοπρέπεια, βέβαιες πώς η καθαρή ψυχή της είχε ανέβει στον παράδεισο. Η ηγουμένη, λυπημένη γιά τη στέρηση της ενάρετης ανιψιάς της, αγρυπνούσε μέ νηστεία καί προσευχή, παρακαλώντας τον Κύριο να της αποκαλύψει την ουράνια δόξα της κεκοιμημένης ανάμεσα στις άλλες μακάριες παρθένες. Καί κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, καθώς προσευχόταν μέσα στήν ησυχία τού κελιού της, άνοιξε ξαφνικά η γη μπροστά της, κι από τό ρήγμα, πού δημιουργήθηκε, τινάχτηκε καυτή λάβα. Έντρομη η γερόντισσα, έριξε μια ματιά στήν άβυσσο, πού έχασκε σχεδόν κάτω από τά πόδια της, καί είδε την ανιψιά της μέσα στις φλόγες τού αδη.
— Θεέ μου! αναφώνησε μέ απελπισία. Εσένα βλέπω εκεί;
— Ναι, αποκρίθηκε εκείνη, αναστενάζοντας μέ πόνο.
— Καί γιατί έγινε αυτό; τή ρώτησε η θεία της μέ φωνή γεμάτη πικρία καί συμπόνια. Ήλπιζα να σε δώ στη δόξα του παραδείσου, στη χορεία των αγγέλων, ανάμεσα στις άμεμπτες κόρες του Χριστού, κι εσύ... Γιατί; Γιατί;
Βαριαναστέναξε πάλι η ανιψιά της καί αναφώνησε:
— Συμφορά σ’ εμένα, την άθλια! Εγώ η ίδια είμαι η αιτία του αιώνιου θανάτου μου μέσα σε τούτες τίς φλόγες, πού διαρκώς μέ καταβροχθίζουν χωρίς να μέ αφανίζουν. Ήθελες να δεις πού βρίσκομαι, καί να πού σου το αποκάλυψε ο Θεός!
— Μα γιατί, τέλος πάντων, έγινε αυτό; την ξαναρώτησε κλαίγοντας η ηγουμένη.
Αναστέναξε πάλι, η δύστυχη, κι έτριξε τά δόντια της, πριν την αρπάξει η κοχλαστή λάβα καί την εξαφανίσει από τά μάτια της ηγούμενης.
Πηγή: (Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.), Ι.Ν. Παντανάσσης
Δημοσίευση σχολίου